ανέγνωρος

ανέγνωρος
-η, -ο [γνωρίζω]
1. αγνώριστος, άγνωστος
2. αχάριστος, αγνώμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανέγνωρος — η, ο 1. άγνωστος: Για όλους στο χωριό ήταν ανέγνωρος. 2. αγνώριστος: Ανέγνωρη κι ασούσουμη, χλομή και μαραμένη (Ερωτόκριτος). 3. αγνώμονας: Κοντά στ άλλα ήταν κι ανέγνωρος στον ευεργέτη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγνωμος — και ανέγνωρος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει γνώμη, άβουλος, αναποφάσιστος, διστακτικός 2. ανόητος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημίας Αθηνών < αρχ. επίθ. ἀγνώμων ή < α στερητ. + γνώμη. ΠΑΡ. αγνωμιά] …   Dictionary of Greek

  • άγνωρος — κι ανέγνωρος, η, ο 1. αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αμαθής 2. αυτός που δεν έχει γίνει γνωστός, άγνωστος, ξένος 3. εκείνος που η όψη του έχει αλλοιωθεί από αρρώστια, τον χρόνο κ.λπ., αγνώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γνωρίζω ή ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • άγνωμος, -η — ο και ανέγνωρος, η, ο 1. χωρίς δική του γνώμη: Στις συζητήσεις που γίνονταν καθόταν πάντα άγνωμος. 2. απονήρευτος, άπειρος: Ήταν ακόμη παιδί άγνωμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”